- Τρίτων
- Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω μέρος του σώματος σε σχήμα ψαριού. Τον Τ. τιμούσαν ιδιαίτερα στην Αττική και στη Βοιωτία και πίστευαν πως ήταν εκείνος που ανατάραζε τη θάλασσα. Επίσης τον επικαλούνταν ως βοηθό για ένα καλό ψάρεμα ή για ένα καλό ταξίδι.
Τρίτων σε ετρουσκικό αγγείο. Οι Τρίτωνες ήταν δευτερεύοντες θαλασσινοί θεοί της αρχαιότητας, μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα. Το κάτω μέρος του σώματος τους ήταν σαν το σώμα του ψαριού. (Έπαυλη Τζούλια, Ρώμη).
Τρίτωνες, στην αρχαία Αγορά των Αθηνών.
* * *ο, ΝΑ, και Τρίτωνας Νμυθ. θαλάσσια θεότητα, γιος τού Ποσειδώνος και τής Αμφιτρίτης, αδελφός τής Ρόδης και τής Βενθεσικύμης, ο οποίος είχε σώμα ανθρώπινο που κατέληγε σε ουρά ψαριού και κρατούσε ως σύμβολα την τρίαινα, τη θαλάσσια κόγχη και το κουπίνεοελλ.1. αστρον. ο μεγαλύτερος από τους γνωστούς δορυφόρους τού πλανήτη Ποσειδώνα και ο πλησιέστερος προς αυτόν2. (ως προσηγορ.) ο τρίτωνζωολ. α) λόγια ονομασία τών ημιϋδρόβιων ή υδρόβιων αμφίβιων ουροδελών τού γένους triturus και μερικών άλλων, πολύ συγγενικών με τις σαλαμάνδρες, από τις οποίες μορφολογικά διακρίνονται από την πλευρικά πεπιεσμένη ουρά τουςβ) γένος και γενική ονομασία τών θαλάσσιων γαστεροπόδων τής οικογένειας cymatiidae, με σπειροειδές, αυλακωτό ή με εξογκώματα κέλυφος, που χαρακτηρίζεται από πλατιά πρώτη σπείρα και οδοντωτό στόμιοαρχ.1. στον πληθ. οἱ Τρίτωνεςκατώτεροι θαλάσσιοι θεοί με ουρά ψαριού ή αλόγου2. ονομασία ποταμών και χειμάρρων3. φρ. «ποταμός Τρίτων» — ο Νείλος (Απολλ. Ροδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. Τρίτων φαίνεται να συνδέεται με το όν. Ἀμφι-τρίτη, αφού και στη μυθολογία, άλλωστε, πρόκειται για το όν. τής μητέρας τού θεού. Κατά μία παλαιότερη άποψη, εξάλλου, ο τ. είχε συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. triath «θάλασσα». Τέλος, είναι πολύ πιθανό οι τ. Τρίτων, Ἀμφιτρίτη να έχουν ασκήσει παρετυμολ. επίδραση στην οικογένεια τού τ. Τριτογένεια*].
Dictionary of Greek. 2013.